- αναρρίπιση
- ηαναθέρμανση, αναζωπύρηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναρρίπιση — η το να αναρριπίζει κανείς κάτι (βλ. αναρριπίζω) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάφλεξη — η (Α ἀνάφλεξις) [αναφλέγω] 1. ξαφνική και απότομη μετάδοση σπινθήρα ή φλόγας 2. έκρηξη πάθους, αναρρίπιση πάθους 3. ξέσπασμα ταραχών, πολέμου κ.λπ … Dictionary of Greek
αναρριπίζω — (AM ἀναρριπίζω) νεοελλ. ερεθίζω πάλι, ξαναδυναμώνω, αναζωογονώ μσν. διασκορπίζω στον αέρα αρχ. 1. κάνω αέρα με κάτι 2. κάνω αέρα σε φωτιά, ξανανάβω 3. (για πτηνά) φτερουγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ριπίζω «πνέω, φυσώ, εξακοντίζω, ανάβω». ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek
ζωπύρηση — η (AM ζωπύρησις) [ζωπυρώ] αναζωπύρηση, αναζωογόνηση νεοελλ. μτφ. εμψύχωση, τόνωση τού ηθικού, η εγκαρδίωση αρχ. 1. άναμμα, αναρρίπιση φωτιάς 2. διέγερση, έξαψη … Dictionary of Greek